- φούξια
- Γένος φυτών που αριθμεί διάφορα είδη και υπάγεται στην οικογένεια των οναγριδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για κομψότατους συνήθως θάμνους, που κατάγονται από τη Νότια Αμερική και τη Νέα Ζηλανδία και είναι κατάλληλοι για διακόσμηση σε κήπους, ταράτσες και εξώστες. Τα φύλλα είναι ακέραια, αντίθετα ή κατά σπονδύλους, και τα άνθη, κατά το πλείστον επάκρια, είναι κρεμαστά και έχουν τα σέπαλα του κάλυκα γυρισμένα προς τα επάνω, με διάφορους χρωματισμούς, που εναλλάσσονται με τα πέταλα της στεφάνης.Ο χρωματισμός τους τουλάχιστον στις πιο κοινές φ. είναι κοκκινο-ιώδης. Πολυάριθμες ποικιλίες έχουν άνθη διπλά.
Η φούξια, φυτό πολύ γνωστό και στην Ελλάδα, εκτιμάται ιδιαίτερα για τα λουλούδια της.
* * *η, το, Ν1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια οναγρίδες, αλλ. σκουλαρίκια2. (το ουδ.) το χρώμα τού άνθους τού φυτού αυτού, ανοιχτό κόκκινο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fuchsia, από το όν. τού Γερμανού βοτανολόγου Leonhard Fuchs].
Dictionary of Greek. 2013.